ασαράντιγος

ασαράντιγος
ασαράντιστος, η , ο не достигший сороки дней;

ασαράντιγος νεκρός — покойник, со дня смерти которого не прошло и сорока дней;

ασαράντιστη λεχώνα — роженица, со дня родов которой не прошло и сорока дней


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ασαράντιγος" в других словарях:

  • ασαράντιστος — η, ο και ασαράντιγος, η, ο αυτός που δεν έχει συμπληρώσει σαράντα μέρες (για λεχώνα που δεν συμπλήρωσε ακόμη σαράντα μέρες από την ημέρα του τοκετού, για βρέφος από την ημέρα της γέννησης του είτε για νεκρό από την ημέρα του θανάτου του) …   Dictionary of Greek

  • ασαράντιστος — ασαράντιστος, η, ο και ασαράντιγος, η, ο 1. (για νεκρούς), αυτός που δε συμπλήρωσε σαράντα μέρες από το θάνατό του: Ο άντρας της ασαράντιστος κι εκείνη πάει εδώ κι εκεί. 2. (για λεχώνα), αυτή που δε συμπλήρωσε σαράντα μέρες από τον τοκετό: Δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»